Dictionary of Greek. 2013.
πηλαλητό — το, Ν το πηλάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλαλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] … Dictionary of Greek
πιλάλημα — το, Ν βλ. πηλάλημα … Dictionary of Greek